προϊδεάζω — προϊδεάζω, προϊδέασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προϊδεάζω — προϊδέασα, προϊδεάστηκα, προϊδεασμένος, βάζω σε κάποιον την ιδέα για κάτι, προδιαθέτω, προειδοποιώ: Πριν τον επισκεφτώ, κάποιος τον προϊδέασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προϊδέαση — η, Ν [προϊδεάζω] η ενέργεια και ο αποτέλεσμα τού προϊδεάζω … Dictionary of Greek
παρουσιάζω — ΝΜΑ [παρουσία] νεοελλ. 1. επιδεικνύω, προσάγω ενώπιον κάποιου («παρουσίασα τα συμβόλαια») 2. εμφανίζω, κάνω φανερό κάτι (α. «η κατάσταση τού ασθενούς παρουσιάζει βελτίωση» β. «ο τιμάριθμος παρουσιάζει συνεχή άνοδο») 3. οδηγώ κάποιον σε άλλον… … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προδιαθέτω — Ν προετοιμάζω κάποιον να δεχθεί ή να αντιμετωπίσει κάποιον ή κάτι, ευμενώς ή δυσμενώς, τόν προϊδεάζω («τόν είχαν προδιαθέσει οι γονείς του εναντίον της»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαθέτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
προκαταλαμβάνω — ΝΜΑ (κυρίως για στρατιωτική δύναμη) καταλαμβάνω εκ τών προτέρων ή πριν από άλλους (α. «ο λόχος μας διατάχθηκε να προκαταλάβει το ύψωμα» β. «ἐβούλοντο τὴν Πλάταιαν αἰεὶ σφίσι διάφορον οὖσαν ἔτι ἐν εἰρήνῃ τε καὶ τοῡ πολέμου μήπως φανεροῡ καθεστῶτος … Dictionary of Greek
προϊδεασμός — ο, Ν [προϊδεάζω] η προϊδέαση … Dictionary of Greek